Γερμανικές οφειλές: Επόμενο βήμα η νομική τους διεκδίκηση
Του Νίκου Ε. Ηγουμενίδη*
Ο Έλληνας Διπλωμάτης Άρης Ραδιόπουλος, ο οποίος μελέτησε 100.000 σελίδες υπηρεσιακών εγγράφων από το Διπλωματικό Αρχείο του Υπουργείου Εξωτερικών (συμπεριλαμβανομένης για πρώτη φορά της Πρεσβείας μας στο Βερολίνο) με θέμα τις γερμανικές αποζημιώσεις, στο βιβλίο-ντοκουμέντο για τη διαχρονική στάση των Κυβερνήσεων απέναντι στο θέμα, γράφει για το πόρισμα της Βουλής: «Είναι η πρώτη φορά που η Βουλή των Ελλήνων καλεί την κυβέρνηση να προβεί σε όλες τις ενδεδειγμένες ενέργειες για τη διεκδίκηση των οφειλών, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε σημαντικές εξελίξεις». Πράγματι, η ιστορική αυτή πράξη, διακοινοβουλευτικά, σηματοδότησε τον οδικό χάρτη που άνοιξε στις 17 Απριλίου 2019 και που με τη σειρά του οδήγησε στην Ρηματική Διακοίνωση τον Ιούνιο του ίδιου έτους, ως μια πρώτη πράξη των «ενδεδειγμένων ενεργειών».
Το πόρισμα, όσο κι αν ενοχλεί, δεσμεύει τις εκάστοτε Κυβερνήσεις στην διεκδίκηση των οφειλών με όλα τα μέσα και για επόμενες διαδοχικές ενέργειες, ορίζοντας ότι η απόδοση των επανορθωτικών οφειλών συνιστά ηθική αλλά και νομική αναγκαιότητα. Όπως έχει γνωστοποιηθεί, η γερμανική πλευρά απάντησε αρνητικά στη ρηματική διακοίνωση, αρνούμενη – για μια ακόμη φορά – τις οφειλές της. Επί Υπουργίας Νίκου Δένδια η ελληνική πλευρά επέδωσε εκ νέου ρηματική διακοίνωση– στις 29 Ιανουαρίου 2020 – χωρίς ωστόσο να διευκρινίζεται ποτέ για ποιο λόγο επιλέχθηκε αυτή η ενέργεια δεδομένου ότι μια τέτοια επιλογή πριν λίγους μήνες είχε ήδη ασκηθεί.
Εκείνη μάλιστα την περίοδο με ανακοίνωση μας τονίσαμε ότι αξίζει κανείς να δει και την διαφορετική στάση του Υπουργού απέναντι στις ελληνογερμανικές σχέσεις, όπως καταγράφεται στις γραπτές απαντήσεις του ΥΠΕΞ προς εμάς: Ενώ στην προηγούμενη απάντηση του ο Υπουργός τόνιζε ότι «η χώρα μας διατηρεί άριστες σχέσεις με την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας» (γραπτή απάντηση Διπλωματικού Γραφείου ΥΠΕΞ, 13 Νοεμβρίου 2019) η ηγεσία του ελληνικού ΥΠΕΞ μετατοπίστηκε στη θέση-φράση ότι «η χωρίς σκιές πρόοδος των ελληνογερμανικών σχέσεων διέρχεται από την αμοιβαία αποδεκτή επίλυση του ζητήματος αυτού». Χωρίς δηλαδή η ελληνική πλευρά να επιμένει τουλάχιστον –μέσα σε διάστημα ολίγων μηνών – στην ίδια κλιμάκωση θέσεων.
Η στάση αυτή που αντανακλάται σχεδόν σε όλο το φάσμα της εξωτερικής πολιτικής τα 2 τελευταία χρόνια, διεφάνη πιο έντονα και πρόσφατα μετά την απόρριψη στις 25 Μαρτίου 2021 από τη Γερμανική Βουλή των ψηφισμάτων της Αριστεράς και των Πρασίνων για την αναγνώριση των επανορθώσεων και αποζημιώσεων. Όπως έχει γίνει γνωστό, η ηγεσία του Υπουργείου Εξωτερικών βρέθηκε στις 23 Μαρτίου 2021 στη Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία – δηλαδή 2 μέρες πριν τη σχετική συζήτηση στη Γερμανική Βουλή – για να συναντήσει τον αρχηγό του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος (CDU) και πρωθυπουργό της Ρηνανίας-Βεστφαλίας κ. Άρμιν Λάσετ – το πρόσωπο των ημερών στις πολιτικές εξελίξεις στη Γερμανία. Ωστόσο, ουδέποτε μέσα από την ιστοσελίδα του Υπουργείου Εξωτερικών γνωστοποιήθηκε στην ελληνική κοινή γνώμη αν τέθηκε σε αυτή τη συνάντηση το ζήτημα των γερμανικών αποζημιώσεων ή αν ζητήθηκε στήριξη στο ανοιχτό ζήτημα από ένα από τα κεντρικότερα πρόσωπα της γερμανικής πολιτικής σκηνής εν όψει μάλιστα και της συζήτησης στη Γερμανική Βουλή.
Επιπλέον, ο κ. Δένδιας στις 4 Νοεμβρίου του 2020 πραγματοποίησε επίσκεψη στο Βερολίνο όπου μεταξύ άλλων συνάντησε τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Φρανκ-Βάλτερ Στάινμαϊερ, τον Πρόεδρο της Βουλής Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, καθώς και την Αντιπρόεδρο της Γερμανικής Βουλής και πολιτικό των Πρασίνων κα Κλάουντια Ροτ. Ουδέποτε επίσης γνωστοποιήθηκε από ελληνικής πλευράς αν στις συναντήσεις τέθηκε ή όχι το ζήτημα των αποζημιώσεων-επανορθώσεων, και ειδικά μάλιστα με την Αντιπρόεδρο της Βουλής και στέλεχος της πολιτικής ομάδας των Πρασίνων που στήριξαν με ψήφισμα το ζήτημα των γερμανικών αποζημιώσεων.
Πριν λίγες ημέρες συμπληρώθηκαν δύο χρόνια από την ιστορική απόφαση του ελληνικού Κοινοβουλίου για διεκδίκηση με όλα τα μέσα των Γερμανικών επανορθώσεων, προσδιορίζοντας τα βήματα στο πλαίσιο των απαράγραπτων διεκδικήσεων των γερμανικών οφειλών, τόσο αρχικά με τις διακρατικές παρεμβάσεις και εν συνεχεία με την διεθνοποίηση και την καμπάνια ενημέρωσης των κοινοβουλίων πανευρωπαϊκά, όσο όμως και με την προετοιμασία για τη νομική πλέον διεκδίκηση των οφειλών.
Στο βιβλίο του Άρη Ραδιόπουλου που κυκλοφόρησε την Άνοιξη του 2019 προτείνεται η σύσταση Ειδικού Γραφείου στο ΥΠΕΞ για τις γερμανικές αποζημιώσεις με στόχο να συγκεντρωθεί-αξιοποιηθεί το αρχειακό υλικό, και να ενεργοποιηθούν οι μηχανισμοί του Υπουργείου τόσο για την κατεύθυνση της διεθνοποίησης όσο και για την έμπρακτη κινητοποίηση και διεκδίκηση των αξιώσεων της χώρας. Είναι η πιο απλή ενέργεια που θα έπρεπε να έχει ήδη κάνει ο Έλληνας Υπουργός Εξωτερικών – και ευελπιστούμε ότι θα απαντήσει θετικά στην σχετική ερώτηση που οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ υποβάλαμε.
Στο δια ταύτα: Το κείμενο της έκθεσης, τα παραρτήματα, το πόρισμα της Ομάδας Εργασίας του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους για τη διεκδίκηση των γερμανικών οφειλών, τα έγγραφα από το Υπουργείο Πολιτισμού για τα κλαπέντα πολιτιστικά αγαθά κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, – που όλα συμπεριλαμβάνονται στην έκθεση – αλλά και η γνωμοδότηση της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Εμπειρογνωμόνων του Γερμανικού Κοινοβουλίου, δίνουν την ιστορική ευκαιρία στην Ελλάδα να προχωρήσει στο επόμενο βήμα.
Μετά τις διακρατικές παρεμβάσεις και την καμπάνια ενημέρωσης των κοινοβουλίων πανευρωπαϊκά, είναι η ώρα για την προετοιμασία για τη νομική διεκδίκηση των οφειλών. Το βήμα αυτό δεν μπορεί να είναι ασκήσεις επί χάρτου, αλλά αποτέλεσμα συστηματικής προεργασίας με εμπροσθοφυλακή το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους και –γιατί όχι; – και επικουρικά με την αρωγή της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής, αλλά και όλων των φορέων που εδώ και πολλά χρόνια δραστηριοποιούνται σε αυτή την κατεύθυνση.
Παράλληλα, είναι υποχρέωση μας όλα τα μέσα που υπάρχουν να εξαντληθούν και να ασκηθούν, και γι’ αυτό η ελληνική πλευρά οφείλει να τονίζει στις συναντήσεις της με τους Γερμανούς αξιωματούχους ότι το ζήτημα παραμένει ανοιχτό αφού παραμένουν ενεργές και απαράγραπτες οι απαιτήσεις της χώρας μας για τις γερμανικές οφειλές – η ικανοποίηση των οποίων αποτελεί τη μόνη ασφαλή οδό για στέρεες σχέσεις εμπιστοσύνης μεταξύ των δύο χωρών.
Επομένως, η «γραμμή» του 2019 επιβάλλει το ΥΠΕΞ να μην αρκείται απλώς να ισχυρίζεται στο εσωτερικό ότι «είναι ενεργές οι αξιώσεις», αλλά να γνωστοποιήσει κυρίως στο εξωτερικό την απάντηση στο κύριο ερώτημα που θέσαμε με κοινοβουλευτική ερώτηση οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ και που αποτελεί πλέον μονόδρομο: Σε ποιες ενέργειες προετοιμάζεται και σκοπεύει να προχωρήσει το ΥΠΕΞ για τη σύμφωνα και με το πόρισμα της Ελληνικής Βουλής νομική πλέον διεκδίκηση των αποζημιώσεων. Η Ελλάδα οφείλει πλέον αταλάντευτα και χωρίς παλινδρομήσεις να επιδείξει την ενδεδειγμένη ενεργητική στάση.
*Βουλευτής Ηρακλείου, ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία