Η χώρα μας χρειάζεται μια συνεκτική στρατηγική στην εξωτερική της πολιτική
Του Νίκου Ε. Ηγουμενίδη*
Δημοσιεύτηκε στην εφημ. “Νέα Κρήτη”, 22.1.2021
Την Δευτέρα 25 Ιανουαρίου ξεκινά ο 61ος γύρος των διερευνητικών επαφών Ελλάδας και Τουρκίας. Την ίδια ώρα έχει προηγηθεί στην Αθήνα η ψήφιση στη Βουλή της επέκτασης των χωρικών μας υδάτων κατά 12 ναυτικά μίλια στο Ιόνιο αλλά και μια περίοδος απροκάλυπτης έντασης με συνεχείς παραβιάσεις και προκλήσεις από πλευράς της Τουρκίας σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο, ενώ η σημερινή Κυβέρνηση δεν κατόρθωσε να πετύχει ούτε τις ελάχιστες κυρώσεις απέναντι στη γείτονα χώρα.
Οι καθυστερημένες βολές από την Ολομέλεια της πρώην Υπουργού Εξωτερικών της Ελλάδας Ντόρας Μπακογιάννη εναντίον του Γερμανού ΥΠΕΞ Χάικο Μάας ο οποίος έμεινε «άφωνος» μπροστά στην ευθεία πολεμική απειλή του Μεβλούτ Τσαβούσογλου κατά της Ελλάδας αποτελεί και μια σοβαρή παραδοχή εκ μέρους της σημερινής Κυβέρνησης: ότι η σημερινή ελληνική διπλωματία στο ανώτατο κυβερνητικό επίπεδο έχει αφήσει το περιθώριο στους εταίρους μας τόσο να παραμένουν αναπάντητες οι προκλήσεις ενάντια στην εθνική μας κυριαρχία και ασφάλεια όσο και να εδραιώσουν μια αίσθηση ότι αυτές οι προκλήσεις δεν αφορούν την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη, έχει, ασφαλώς, δώσει λάθος μηνύματα.
Χαρακτηριστικά είναι επίσης όσα ισχυρίστηκε ο εισηγητής της ΝΔ στην Επιτροπή Άμυνας και Εξωτερικών Υποθέσεων κατά τη συζήτηση του νομοσχεδίου για την επέκταση των χωρικών μας υδάτων στο Ιόνιο στα 12 μίλια: «η απόφαση της Κυβέρνησης για επέκταση στα 12 μίλια στο Ιόνιο σηματοδοτεί, λοιπόν, τη μεταστροφή της εξωτερικής πολιτικής της χώρας μας, από την αδράνεια στην ενεργητικότητα». Με άλλα λόγια, η Νέα Δημοκρατία παραδέχεται ότι εισέρχεται για πρώτη φορά στη σφαίρα της ενεργητικής εξωτερικής πολιτικής και ότι οι προηγούμενες Κυβερνήσεις της επέδειξαν παθητικότητα και εγκληματική αδράνεια απέναντι στα εθνικά ζητήματα.
Αν και όψιμη η παραπάνω θέση της ΝΔ, η πολιτική της αδράνειας σε συνδυασμό με μια επιζήμια διγλωσσία είναι ακόμη φανερή στο ζήτημα της Συμφωνίας των Πρεσπών για το οποίο η Νέα Δημοκρατία εξακολουθεί να κρατά 2 γραμμές: Μία για το εσωτερικό ακροατήριο χωρίς να τολμάει να ψελλίζει καν το όνομα «Βόρεια Μακεδονία». Και άλλη γραμμή για το εξωτερικό, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την τοποθέτηση του Υπουργού Εξωτερικών κ. Δένδια, ο οποίος δήλωσε μετά το πέρας της συνάντησης του με τον ομόλογό του της Βόρειας Μακεδονίας – η φράση από την επίσημη ιστοσελίδα του ΥΠΕΞ – «Η Ελλάδα διεξάγει αποστολές εναέριας αστυνόμευσης στον εναέριο χώρο της Βόρειας Μακεδονίας». Τι σημαίνει αυτό; Προς τιμήν του ο κ. Υπουργός αναγνωρίζει στο εξωτερικό όχι απλώς το όνομα αλλά και παραδέχεται ότι η Συμφωνία των Πρεσπών οδήγησε και σε μια κρίσιμη επιτήρηση του εναέριου χώρου της Βόρειας Μακεδονίας από την ελληνική πολεμική αεροπορία. Και ειδικά για τη σημερινή συγκυρία είναι εξαιρετικά σημαντικό ότι ο δρόμος που ανοίχτηκε επιτρέπει με αμοιβαιότητα στις δύο χώρες που μέχρι προ ολίγων μηνών διατηρούσαν ανοικτές πληγές, τώρα να αναβαθμίζουν σχέσεις συνεργασίας, με στόχο την ειρηνική συνύπαρξη στα Βαλκάνια. Παράλληλα, περιορίζεται η προσπάθεια παρέμβασης της Τουρκίας στα Δυτικά Βαλκάνια.
Αναφορικά με το θέμα της Κρήτης που απαντήθηκε από τον Υπουργό Εξωτερικών όταν πια το θέμα έφθασε στην Ολομέλεια, καθόλου τυχαία η ΝΔ μέχρι τώρα άφηνε να αιωρείται το θέμα της επέκτασης νότια και ανατολικά της Κρήτης, και μόνο μετά την παρέμβαση του τομεάρχη Εξωτερικών του ΣΥΡΙΖΑ υποχρεώθηκε να πάρει ευθεία θέση ο κ. Δένδιας ξεκαθαρίζοντας ότι η Ελλάδα θα προχωρήσει και νότια και ανατολικά της Κρήτης – πράξη που κατά τη γνώμη μας θα έπρεπε ήδη να έχει συντελεστεί.
Από τα πρακτικά των συνεδριάσεων των Επιτροπών μπορεί κανείς να διαβάσει προσεκτικά και την σχετική φράση της κας Μπακογιάννη ότι «θα κρίνουμε πότε θα το κάνουμε νοτίως της Κρήτης και βεβαίως, θα το κάνουμε νοτίως της Κρήτης, το πότε είναι μία απόφαση η οποία πρέπει να συνεκτιμήσει πάρα πολλούς παράγοντες» – όπου βεβαίως όχι απλώς δεν συμπίπτει ακριβώς με την παραπάνω θέση του Υπουργού για επέκταση και ανατολικά της Κρήτης, αλλά κυρίως υιοθετεί το δόγμα του «βλέποντας και κάνοντας» – ό,τι δηλαδή ακριβώς εφαρμόζει στην πανδημία και στα άλλα θέματα που καλείται να αντιμετωπίσει η κυβέρνηση της ΝΔ: «Προχωράμε κατά το επικοινωνιακό, στενό κομματικό όφελος».
Όπως κατέθεσα στη Βουλή, είναι πλέον θέμα αξιοπιστίας να προχωρήσει άμεσα το Υπουργείο, εγκαταλείποντας τις όποιες ταλαντεύσεις, και σε τεχνικό επίπεδο να μην περιμένει, με στόχο να υλοποιηθεί ταχύτατα η θέση για επέκταση νότια και ανατολικά της Κρήτης στα 12 μίλια, όπως έχει τεθεί πολλές φορές και από τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ–Προοδευτική Συμμαχία, Αλέξη Τσίπρα.
Σε ό,τι αφορά το ζήτημα των διερευνητικών, πρέπει να υπογραμμίζεται κατηγορηματικά ότι δεν υπάρχει προς συζήτηση παρά μόνον το θέμα της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ, και όχι γενικά και αόριστα το «θέμα θαλασσίων ζωνών». Ωστόσο, η σημασία των διερευνητικών επαφών δεν πρέπει να υποτιμάται – βλ. επιχείρημα «δεν δεσμεύει κανέναν» κλπ – αφού στη διπλωματία και η παραμικρή λεπτομέρεια έχει την πραγματική και συμβολική της αξία, και βέβαια παραμένουμε υπέρ του διαλόγου χωρίς οποιασδήποτε μορφής εκβιασμούς και απειλές, αλλά και με μια ακόμη παράμετρο: Δεν έχουμε αυταπάτες. Οι Τούρκοι θα ζητήσουν –ήδη προετοιμάζουν το έδαφος – να μπουν και άλλα θέματα στο τραπέζι. Ουσιαστικά, έχουν ανακοινώσει και θα θέσουν ζητήματα κυριαρχίας των νησιών μας. Βεβαίως, καμία Ελληνική Κυβέρνηση δεν μπορεί να παραμείνει στο τραπέζι για να συζητήσει οτιδήποτε άλλο πέραν υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ και γι’ αυτό απαιτείται σχέδιο για την επόμενη μέρα των διερευνητικών. Το κρίσιμο ερώτημα είναι: Υπάρχει;
Μέχρι και σήμερα είναι εμφανές ένα έλλειμμα ευρύτερης στρατηγικής στην εξωτερική πολιτική. Απέναντι στη «συνεπή» ως προς τον αναθεωρητισμό της τουρκική στρατηγική, απέναντι στην κλιμάκωση της τουρκικής επιθετικότητας, η κυβέρνηση ούτε χάραξε ούτε υποστήριξε κόκκινες γραμμές, αποτυγχάνοντας τόσο στην αποτροπή όσο και στην διπλωματική αντιμετώπιση. Η κυβέρνηση τρέχει κάθε φορά, αντανακλαστικά και αμυντικά, πίσω από κάθε επιθετική κίνηση της Τουρκίας, χωρίς σχέδιο και πρωτοβουλία, χωρίς να διεκδικεί ούτε καν άμεση συμμετοχή στον ευρωτουρκικό διάλογο.
Παράλληλα, φαίνεται να διαδραματίζεται και κάτι ακόμη: η εγκατάλειψη ή έστω αλλαγή πάγιων θέσεων της εξωτερικής μας πολιτικής. Υπάρχει ερώτημα που αφορά και την Κρήτη: Η Κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη έχει ή όχι εγκαταλείψει τη στρατηγική θέση για «100% επήρεια όλων των νησιών» μεταξύ των οποίων και για το μεγαλύτερο νησί της χώρας και 5ο μεγαλύτερο της Μεσογείου – θέση που αποτυπώθηκε για πρώτη φορά για την Κρήτη στη συμφωνία με την Αίγυπτο; Πότε άλλαξε αυτή η θέση; Πότε συζητήθηκε αυτή η αλλαγή θέσης και σε ποιο όργανο; Και μαζί το συνακόλουθο ερώτημα: Ποιό «ακριβώς ποσοστό επήρειας» είναι για την Κυβέρνηση το «ορθό» για το μεγαλύτερο νησί της χώρας και τα νησιά που βρίσκονται νότια από αυτό; Ερωτήματα για τα οποία δεν έχουμε μέχρι και σήμερα καθαρές απαντήσεις.
Σε μια ιστορική περίοδο έντονης κλιμάκωσης της τουρκικής επιθετικότητας σε τέτοιο βαθμό, που η Ελλάδα έφθασε πιο κοντά από ποτέ στην πρόσφατη ιστορία της σε πολεμικό επεισόδιο, η Κυβέρνηση οφείλει να πει την αλήθεια στον ελληνικό λαό. Η ελληνική εξωτερική πολιτική για να είναι αξιόπιστη πρέπει να είναι και ειλικρινής. Στον κρίσιμο για τα εθνικά συμφέροντα τομέα της εξωτερικής πολιτικής, η σημερινή Κυβέρνηση δεν μπορεί άλλο να «μιλά» πολλές γλώσσες ή να ασκεί εξωτερική πολιτική με την προσοχή της στραμμένη στις εσωκομματικές της ισορροπίες.
Ο λαός δεν μπορεί κάθε τόσο να αιφνιδιάζεται. Οφείλει στις βασικές αρχές να είναι ενήμερος και να μην βρίσκεται ενώπιον προειλημμένων αποφάσεων. Γι’ αυτό και είναι επιτακτικό σήμερα η Πατρίδα μας να αποκτήσει μια συνεκτική στρατηγική στην εξωτερική πολιτική που θα εξηγεί συνολικά τη στάση της χώρας και θα λαμβάνει υπόψη όλες τις πιθανές κινήσεις στη σκακιέρα.
*Ο Νίκος Ηγουμενίδης είναι βουλευτής Ηρακλείου του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, μέλος της Επιτροπής Άμυνας και Εξωτερικών Υποθέσεων της Βουλής
Εγγραφείτε στο ενημερωτικό δελτίο
Για να λαμβάνεις ενημερωτικό υλικό και γνωρίζεις για τις δράσεις μας. Γράψε απλά το email σου!