Του Νίκου Ε. Ηγουμενίδη*
Τις τελευταίες ημέρες αρκετοί βουλευτές της Αντιπολίτευσης απορούν που βουλευτές της Αριστεράς δεν κρύβουν τη θέση τους περί περιορισμού της συμμετοχής του ΔΝΤ στο πρόγραμμα. Η απορία αυτή παραγνωρίζει σκόπιμα μια ιστορική πραγματικότητα και την πάγια θέση της Αριστεράς ενάντια στο νεοφιλελεύθερο ΔΝΤ και υπέρ του απεγκλωβισμού από όλο το πλέγμα των δανειστών.
Σήμερα έχει σημασία να θυμηθούμε ότι, με συνειδητή απόφαση της τότε Κυβέρνησης, το ΔΝΤ «ρίζωσε» το 2010, κάτω από εξω-δημοκρατικές διαδικασίες, «δένοντας» κόμπο τη χώρα και εγκλωβίζοντας τον τόπο σε ένα πρωτοφανές σπιράλ λιτότητας. Εκείνη η απόφαση είχε μια μοιραία σημασία.
Πολύ γρήγορα δημοσιεύτηκε η περίφημη έκθεση Μπλανσάρ, δηλαδή η δημόσια ομολογία από το ίδιο το ΔΝΤ, ότι η επιβολή ενός και μόνου συντελεστή επέβαλε πολλαπλάσια μέτρα λιτότητας προκαλώντας τα αντίστροφα από τα προσδοκώμενα για το ΔΝΤ αποτελέσματα, – και σε ό,τι μας αφορά περισσότερη φτώχεια από το αναμενόμενο.
Από τότε μέχρι και σήμερα οι οικονομικές προβλέψεις του ΔΝΤ «πέφτουν» συνέχεια έξω – πλευρά που δεν αξιοποίησε ποτέ η σημερινή Αξιωματική Αντιπολίτευση και δεν έθεσε πραγματικά ποτέ στους δανειστές. Αν και χαίρει διεθνώς επιστημονικού κύρους, το ΔΝΤ από το 2010 μέχρι σήμερα αυτοδιαψεύδεται.
Έχει σημασία επίσης να θυμηθούμε ότι πριν το 2015 το ΔΝΤ υπήρξε κατά κανόνα αισιόδοξο για την πορεία της οικονομίας, ενώ από το 2015 μέχρι και σήμερα εμφανίζεται -όλως τυχαίως- ιδιαίτερα συγκρατημένο.
Το 2015 το ίδιο το ΔΝΤ παραδέχτηκε ότι ήταν λάθος η μη συμπερίληψη της αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους στο πρόγραμμα του 2010 ως προϋπόθεση για τη βιωσιμότητά του.
Η Ελλάδα φυσικά γνώρισε στο «πετσί» της την «αξιοπιστία» του ΔΝΤ. Είναι απορίας άξιον – και καμία εξήγηση που δίδεται δεν αιτιολογεί επαρκώς το λόγο – που η Γερμανία σήμερα επιμένει τόσο πολύ για την πλήρη συμμετοχή του ΔΝΤ που αποτελεί έναν από τους πιο αναξιόπιστους δανειστές ανά την υφήλιο.
Η προ ημερών επιστροφή του ΔΝΤ στην Αργεντινή, με ένα πρόγραμμα μαμούθ 50 δις, 17 χρόνια μετά την οικονομική καταστροφή του 2001, φυσικά μόνον ως ιστορική τραγωδία μπορεί να εκληφθεί στην άλλη όχθη του Ατλαντικού.
Η Ελλάδα γνωρίζει τους όρους του: Μας δανείζει λίγα και για μικρό διάστημα, με τοκογλυφικό επιτόκιο και δεν δέχεται κουβέντα για κούρεμα του δικού του δανείου.
Η ανάδειξη της επιστημονικής αναξιοπιστίας του ΔΝΤ έχει σήμερα ιδιαίτερη αξία. Γιατί ακυρώνει και αποδυναμώνει τόσο την εμμονή της Γερμανίας, όσο και έναν στρατηγικό σύμμαχο της. Όπως έχει φανεί σε κρίσιμες στιγμές της διαπραγμάτευσης, το Βερολίνο κρύβει το σκληρό του πρόσωπο πίσω από το ακόμη σκληρότερο ΔΝΤ.
Η παραπάνω πλευρά τέθηκε έντονα λίγο πριν τη δεύτερη αξιολόγηση. Τότε είχε ειπωθεί ότι «ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών είναι ο πρώτος που θέλει την παρουσία του ΔΝΤ και μάλιστα με τον συγκεκριμένο πολιτικό ρόλο στο ελληνικό πρόγραμμα», καθώς και ότι «αν αποχωρήσει το ΔΝΤ, η δεύτερη αξιολόγηση κλείνει άμεσα χωρίς νέα μέτρα, καθώς σήμερα η αντίθεση είναι δομική ανάμεσα στους ευρωπαϊκούς θεσμούς και στο ΔΝΤ». (Εφημερίδα «Αυγή», 17.1.2017)
Χωρίς να παραγνωρίζεται η στάση του στο ζήτημα του χρέους –που άλλωστε έχει κατοχυρωθεί ρητά με το Eurogroup του Ιουνίου του 2017-, η αποδυνάμωση του ΔΝΤ είναι πολιτικά υπέρ της πατρίδας μας. Το πραγματικό ερώτημα που τίθεται είναι: «Ποιες πολιτικές δυνάμεις είναι υπέρ και ποιες κατά της παραμονής του ΔΝΤ»;
Είναι φανερό ότι όσοι άνοιξαν τις θύρες για να έρθει, δυσκολεύονται σήμερα να ταχθούν και κατά της παραμονής του. Και η ταύτιση του ΔΝΤ με τη νεοφιλελεύθερη ΝΔ είναι κοινό μυστικό.
Σήμερα, δεν υπάρχει καμία αυταπάτη: Η άτεγκτη στάση και των δύο – Βερολίνου και ΔΝΤ – θα φανεί σε ένα σκληρό μπρά ντε φερ μέχρι τέλους. Αυτό το γνωρίζουμε εκ πείρας. Δεν μένει παρά ελάχιστος χρόνος για να ξεκαθαρίσει ο ακριβής ρόλος του ΔΝΤ στην Ελλάδα. Ωστόσο, έχει συμβολική και πραγματική σημασία η στρατηγική θέση «ένας δανειστής λιγότερος». Γιατί όσο πιο περιορισμένος ο ρόλος του ΔΝΤ στη χώρα μας, τόσο το καλύτερο για τον τόπο μας.
*Ο Νίκος Ε. Ηγουμενίδης είναι βουλευτής Ν. Ηρακλείου – ΣΥΡΙΖΑ
Η ανάρτηση στην ηλεκτρονική σελίδα της “Εφημερίδας των Συντακτών”